ξιγκάκι

ξιγκάκι
το
βλ. ξιγγάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξιγγάκι — και ξιγκάκι και ξυγκάκι, το 1. κοινή ονομασία φυτού, αλλ. ξιγγόχορτο 2. μικρό ξίγγι, μικρό κομμάτι ξιγγιού 3. κοινή ονομαστία τού βουβωνικού αδένα …   Dictionary of Greek

  • θηλυγόνο — (thelygonum). Γένος φυτών της οικογένειας των κυνοκραμβοειδών, που απαντά σε πετρώδεις τόπους. Γνωστότερο είναι το είδος θ. η κυνοκράμβη, που φύεται στην Ελλάδα και σε άλλες παραμεσόγειες χώρες πάνω σε βράχους. Είναι γνωστό και με τις κοινές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”